- παρωνυμία
- παρ-ωνυμία, ἡ, Ableitung eines Wortes aus dem anderen, Gramm. Auch = παρονομασία, u. wie παρωνύμιον, Bei-, Zuname
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παρωνυμία — παρωνυμίᾱ , παρωνυμία by name fem nom/voc/acc dual παρωνυμίᾱ , παρωνυμία by name fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωνυμίᾳ — παρωνυμίᾱͅ , παρωνυμία by name fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωνυμία — παρωνυμία, η και παρωνύμιο, το 1. (γραμμ.), παραγωγή ενός ονόματος από άλλο. 2. πρόσθετο όνομα, αλλιώς παρατσούκλι, παρανόμι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρωνυμία — η, ΝΜΑ [παρώνυμος] παρωνύμιο, πρόσθετο σκωπτικό όνομα νεοελλ. γραμμ. παραγωγή ονόματος από άλλο όνομα αρχ. 1. μεταβολή ονόματος με λογοπαίγνιο 2. εναλλακτική ονομασία … Dictionary of Greek
παρωνυμίας — παρωνυμίᾱς , παρωνυμία by name fem acc pl παρωνυμίᾱς , παρωνυμία by name fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωνυμίαι — παρωνυμίᾱͅ , παρωνυμία by name fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωνυμίαν — παρωνυμίᾱν , παρωνυμία by name fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωνυμιῶν — παρωνυμία by name fem gen pl παρωνυμιάζω call by a derived name fut part act masc voc sg παρωνυμιάζω call by a derived name fut part act neut nom/voc/acc sg παρωνυμιάζω call by a derived name fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωνυμίαις — παρωνυμία by name fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωνυμίην — παρωνυμία by name fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… … Dictionary of Greek